Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ζάχαρη

  • 1 ζάχαρη

    [захари] ουσ. Θ. сахар,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζάχαρη

  • 2 сахар

    сахар
    м ἡ ζάχαρη [-ις], τό σάκχαρο[ν], ἡ σάκχαρις:
    тростниковый \сахар τό καλα-μοσάκχαρο[ν]· свекловичный \сахар τό τευ-τλοσάκχαρο[ν], ἡ ζάχαρη ἀπό τεῦτλα· кусковой \сахар ἡ ζάχαρη σέ κομμάτια· \сахаррафинад ἡ ραφινάδα· голова \сахара ἕνα κεφάλι ζάχαρη· молочный \сахар хим. τό γάλακτοσάκχαρο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > сахар

  • 3 сахар

    -а (-у) α. ζάχαρη•

    кусковой сахар ζάχαρη-καραμέλα•

    колотый сахар σπασμένη (θρυμματισμένη) ζάχαρη•

    сахар рафинад η ραφινάδα.

    || το το ζάχαρο• η γλυκόζη•

    виноградный сахар σταφυ-λοζάχαρο•

    молочный сахар γαλακτοζάχαρο.

    εκφρ.
    сахар-медович – άνθρωπος υπερβολικά περιποιητικός•
    не сахар кому – άχαρα, όχι ευχάριστα σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > сахар

  • 4 высыпать

    высыпать, высыпать χύνω (αλεύρη, ζάχαρη κτλ.)
    * * *
    I высып`ать
    χύνω (αλεύρη, ζάχαρη κτλ.)
    II вы`сыпать

    Русско-греческий словарь > высыпать

  • 5 песок

    песок м о, η άμμος ◇ сахарный \песок η ψιλή ζάχαρη ·;
    * * *
    м
    ο, η άμμος
    ••

    са́харный песо́к — η ψιλή ζάχαρη

    Русско-греческий словарь > песок

  • 6 сахар

    сахар м η ζάχαρη
    * * *
    м
    η ζάχαρη

    Русско-греческий словарь > сахар

  • 7 насахарить

    ρ.σ.μ. ρίχνω ζάχαρη, ζαχαρώνω, επιπάσσω με ζάχαρη.

    Большой русско-греческий словарь > насахарить

  • 8 песок

    -ска (песокску) α.
    1. άμμος•

    жлтый κίτρινος άμμος•

    мелкий песок λεπτόκοκκος (ψιλός) άμμος•

    крупный песок χοντρόκοκκος (χοντρός) άμμος•

    морской песок θαλασσινός άμμος•

    речной -ποταμίσιος άμμος•

    зыбучие -и άμμος που ρέε,• песок формовочный άμμος χυτηρίου.

    2. -и, -ов αμμότοπος, αμμώδεις εκτάσεις.
    3. ζάχαρη ψιλή.
    εκφρ.
    сахарный песок – ζάχαρη ψιλή•
    песок сыплется с кого ή из кого – είναι υπέργηρος, γεροκούσαλο, μπαμπόγερος;•
    как песок морской ή как (что) -ску морского – σαν τον άμμο της θάλασσας (άπειρος, απειράριθμος)•
    строить на - – χτίζω στον άμμο (επισφαλώς).

    Большой русско-греческий словарь > песок

  • 9 сахариновый

    επ.
    της ζάχαρης• από ζάχαρη•

    -порошок ζάχαρη-σκόνη ή άχνη.

    Большой русско-греческий словарь > сахариновый

  • 10 сахар

    η ζάχαρη, το σάκχαρο
    молочный - хим. το γαλακτοσάκχαρο, η λακτόζη
    плодовый - το οπωροσάκχαρο, η οπωρόριζα

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сахар

  • 11 сахар-песок

    η ψιλή ζάχαρη

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сахар-песок

  • 12 сахар-сырец

    η ακατέργαστη ζάχαρη.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сахар-сырец

  • 13 сыпать

    ρίχνω, ρίπτω, χύνω (κάτι στερεό, π.χ. σιτηρά, όσπρια)
    -ся χύνεται (για κάτι στερεό, π.χ. ζάχαρη)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сыпать

  • 14 внакладку

    внакладку
    нареч разг:
    пить чай \внакладку πίνω τσάι μέ ζάχαρη, πίνω γλυκό τσάϊ.

    Русско-новогреческий словарь > внакладку

  • 15 вприкуску

    вприкуску
    нареч:
    пить чай \вприкуску πίνω τσάϊ ἄγλοκο τρώγοντας χωριστά ζάχαρη.

    Русско-новогреческий словарь > вприкуску

  • 16 глазурь

    глазурь
    ж
    1. (на посуде) τό ὑελοβερ-νίκωμα, τό σμάλτωμα·
    2. кул. ἡ πηγμένη ζάχαρη.

    Русско-новогреческий словарь > глазурь

  • 17 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 18 жженый

    жжен||ый
    прил καμένος, κεκαυμένος, ψημένος:
    \жженый сахар ἡ καμένη ζάχαρη· \жженый кофе ὁ καβουρδισμένος καφές· \жженыйая известь ὁ σβυσμένος ἀσβεστης.

    Русско-новогреческий словарь > жженый

  • 19 колотый

    колот||ый
    1. прич. от колоть·
    2. прил κομματιασμένος, κομματιαστός, σπασμένος, σχιστός:
    \колотый сахар ἡ σχιστή ζάχαρη· \колотыйые дрова τά σχιστά ξύλα· ◊ \колотыйая рана πληγή μέ μυτερό ὅπλο.

    Русско-новогреческий словарь > колотый

  • 20 колоть

    колоть I
    несов
    1. (иголкой и т. п.) τσιμπώ, κεντώ, κεντρίζω·
    2. безл:
    в боку́ колет μέ σουβλίζει τό πλευρό·
    3. перен (язвить, попрекать) πειράζω, τσιγκλάω.
    колоть II
    несов (раскалывать) σχίζω, σπάζω, θρυμματίζω:
    \колоть дрова σχίζω ξύλα \колоть сахар σπάζω τή ζάχαρη· \колоть орехи σπάζω τά καρύδια.
    колоть III
    сов и несов (раскалываться) σπάζω (άμετ.) (о сахаре)/ σχίζομαι (о дровах).

    Русско-новогреческий словарь > колоть

См. также в других словарях:

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — η 1. κρυσταλλική ουσία με χρώμα λευκό και γλυκιά γεύση. 2. μτφ., γλυκός: Τα λόγια του είναι ζάχαρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαχαρώνω — [ζάχαρη] 1. παθαίνω κρυστάλλωση τής ζάχαρης που περιέχω, ζαχαριάζω («ζαχάρωσε το σιρόπι») 2. πασπαλίζω κάτι με ζάχαρη ή αναμιγνύω ποτό με ζάχαρη, μελώνω 3. βάζω κάτι μέσα σε ζαχαρωμένο νερό («ζαχάρωσε τα κάστανα») 4. ερωτοτροπώ, κάνω ερωτικές… …   Dictionary of Greek

  • ζαχαριάζω — [ζάχαρη] (για μέλι, γλυκίσματα κ.λπ.) υφίσταμαι κρυστάλλωση τής ζάχαρης («ζαχάριασε ο μπακλαβάς») …   Dictionary of Greek

  • ζαχαράτος — η, ο (Μ ζαχαρᾱτος, η, ο και σαχαρᾱτος, η, ο) 1. αυτός που περιέχει ζάχαρη, κατασκευασμένος ή πασπαλισμένος με ζάχαρη, γλυκός, ζαχαρωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαράτο μικρό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαρωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. άτος (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ζάκχαρις — και σάκχαρις και ζάχαρη, η η ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζάχαρη] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαρώδης — ες αυτός που περιέχει ή παράγει ζάχαρη ή αναφέρεται σε ζάχαρη («ζαχαρώδεις καρποί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ώδης (πρβλ. ευ ώδης, πετρ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • σοκολάτα — Προϊόν που παράγεται με βάση το κακάο και καταναλώνεται ευρύτατα ως τροφή και ως γλύκισμα. Εκτός από τη σκόνη του καβουρντισμένου κακάου, στη σ. προστίθεται ζάχαρη και το βούτυρο του κακάου. Η εκατοστιαία αναλογία των ουσιών αυτών ποικίλλει:… …   Dictionary of Greek

  • αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ …   Dictionary of Greek

  • Sugar — For other uses, see Sugar (disambiguation). For common table sugar, see Sucrose. White sugar redirects here. For the Joanne Shaw Taylor album, see White Sugar (album) …   Wikipedia

  • αδιαφορία — Η έλλειψη ενδιαφέροντος, αμέλεια, αφροντισιά, απάθεια· (αρχ.) έλλειψη διαφοράς. (Θρησκ.)Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα που αφορούν τις θρησκευτικές αξίες. Η α. είναι αντίθετη του φανατισμού και καταδικάζεται από την Αγία Γραφή, γιατί συχνά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»